φλογοβόλος

φλογοβόλος
ος, ο[ν] огненный, пылающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φλογοβόλος" в других словарях:

  • φλογοβόλος — ο, Ν 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης») 2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • φλογοβόλος — α, ο 1. αυτός που βγάζει φλόγες, αυτός που πετάει φλόγες: Φλογοβόλα όπλα. 2. το ουδ. ως ουσ., φλογοβόλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρίπνους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, οον, Α αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» τα τόξα τού Έρωτα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] …   Dictionary of Greek

  • πυρσοβόλος — ον, Α αυτός που εξακοντίζει φωτιά, φλογοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + βόλος (< βάλλω), πρβλ. φωτο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… …   Dictionary of Greek

  • φλογοβολώ — έω, Ν (αμτβ.) εκπέμπω φλόγες («κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογοβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. φλογοβολέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο Λευκάδιο] …   Dictionary of Greek

  • φλογερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βγάζει φλόγες, φλογοβόλος, ο ζεστός, αυτός που καίει. 2. μτφ. (για συναισθήματα), έντονος, παράφορος, υπερζωηρός, θυελλώδης: Φλογερός έρωτας. 3. πολύ συναισθηματικός, υπερευαίσθητος, θερμότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»